βουστάσια

βουστάσια
βουστάσιον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουστασίας — βουστασίᾱς , βουστασία fem acc pl βουστασίᾱς , βουστασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουστασίαν — βουστασίᾱν , βουστασία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούστασις — βούστασις, η και βουστασία, η (Α) το βούσταθμον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βούστασις < βους + στάσις, ο δε τ. βουστασία < βους + στασία < στατός < ίστημι ή πιθ. < βους + στάσις] …   Dictionary of Greek

  • Avgéas, Avgias — AVGÉAS, AVGIAS, æ, Gr. Ἀυγείας, ου, (⇒ Tab. XXVI.) 1 §. Namen. Da solcher aus dem griechischen Ἀυγείας gemachet wird, so wird er bald Augeas, bald Augias geschrieben, nachdem das griechische ει, in dergleichen Namen, bald in ein e, bald, in ein i …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • τοπωνύμιο — Oνομασία πόλης και γενικά οικισμού. Στα τελευταία χρόνια τ. λέγονται και οι ονομασίες συνοικιών ή τοποθεσιών. Στην Αθήνα, τα γνωστότερα τ. είναι: Αγγελοπούλου. Ονομάστηκε έτσι από την ιδιοκτησία της οικογένειας Αγγελόπουλων Αθανάτων, που ζούσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”